εὐτυχίαις

εὐτυχίαις
εὐτυχία
good luck
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • добровазниѥ — ДОБРОВАЗНИ|Ѥ (5*), ˫А с. Благополучие: ни напасти дѣлѩ невѡлноѣ. гнѣватисѩ на когѡ. ни добровазнию завидѣти. МПр XIV, 27 об.; Добровазнье мню ˫акоже и овощь. времени же минувшю исъхнеть. (τῇς εὐτυχίας) Пч к. XIV, 58 об.; Дѡбровазние въслѣдѹеть… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιχαυνώ — ἐπιχαυνῶ, όω (Α) 1. χαλαρώνω («ἐπιχαυνῶ τὰς χορδάς») 2. χάσκω, καμαρώνω με ανοιχτό το στόμα («μήτε εὐτυχίαις ἐπιχαυνοῡ...») …   Dictionary of Greek

  • τυφώ — τυφῶ, όω, ΝΑ [τύφος] (λόγιος τ.) μτφ. καθιστώ κάποιον αλαζόνα, ματαιόδοξο, κενόδοξο («τετυφωμένον ταῑς τοσαύταις εὐτυχίαις», Στράβ.) αρχ. 1. περιβάλλω ή γεμίζω κάτι με καπνό 2. (συν. στον παθ. παρακμ.) τετύφωμαι είμαι παράφρονας από υπερβολική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”